πρωτεξάδελφος

πρωτεξάδελφος
ο , πρωτεξάδέλφη η , πρωτεξάδερφος ο , πρωτεξάδέρφη и πρωτεξάδερφισσα η двоюродный брат, двоюродная сестра, куз|ён, -йна

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πρωτεξάδελφος" в других словарях:

  • πρωτεξάδελφος — ο, ΝΜ, και πρωταξάδερφος και πρωτεξάδερφος και πρωτοξάδερφος, θηλ. πρωτεξαδέλφη και πρωτεξαδέρφη και πρωτεξαδέρφισσα και πρωτοξαδέρφη Ν 1. ο πρώτος εξάδελφος, το παιδί τού αδελφού ή τής αδελφής ενός από τους δύο γονείς 2. (ως ουδ. στον πληθ.) τα… …   Dictionary of Greek

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοξάδερφος — η, θηλ. πρωτοξαδέρφη, Ν βλ. πρωτεξάδελφος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»